- παιωνισμός
παιωνισμός, ὁ, = παιανισμός, Hesych., v. l. bei Thuc. 7, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιωνισμός, ὁ, = παιανισμός, Hesych., v. l. bei Thuc. 7, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιωνισμός — παιωνισμός, ὁ (Α) [παιωνίζω] το να ψάλλει κανείς παιάνα, παιανισμός … Dictionary of Greek
παιωνισμός — chanting of the paean masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιωνισμόν — παιωνισμός chanting of the paean masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)