ῥυπαρότης

ῥυπαρότης

ῥυπαρότης, ητος, ἡ, = ῥυπαρία, βίου, Ath. V, 220 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥυπαρότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρότητας — ῥυπαρότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρότητι — ῥυπαρότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπαρότητα — η / ῥυπαρότης, ητος, ΝΑ [ῥυπαρός] νεοελλ. 1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο 2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες») 3. μτφ. η ιδιότητα τού ανήθικου, φαυλότητα αρχ. αγένεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”