ῥυπαρός — filthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek
ρυπαρός — ή, ό 1. ακάθαρτος, βρόμικος: Είχε πια συνηθίσει να είναι ρυπαρός και να βλέπει και τους άλλους στην ίδια κατάσταση. 2. αισχρός, κακοήθης: Κάτω από την ευγένεια κρυβόταν μια ρυπαρή ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥυπαρά — ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc pl ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc/acc dual ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτερον — ῥυπαρός filthy adverbial comp ῥυπαρός filthy masc acc comp sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρωτάτων — ῥυπαρός filthy fem gen superl pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρωτέρων — ῥυπαρός filthy fem gen comp pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρῶν — ῥυπαρός filthy fem gen pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρόν — ῥυπαρός filthy masc acc sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτατα — ῥυπαρός filthy adverbial superl ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυπαρώτατον — ῥυπαρός filthy masc acc superl sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)