- ῄόνιος
ῄόνιος, poet. = ἠϊόνιος, am Ufer gelegen, auf dem Ufer, σῆμα Philp. 67 (VII, 383).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῄόνιος, poet. = ἠϊόνιος, am Ufer gelegen, auf dem Ufer, σῆμα Philp. 67 (VII, 383).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηόνιος — ᾐόνιος, ίη, ον (Α) (συνηρ. τ. τού ἠιόνιος) αυτός που βρίσκεται πάνω στην ακτή … Dictionary of Greek
ἠιονίων — ᾐόνιος fem gen pl ᾐόνιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾐονίην — ᾐόνιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠιόνιον — ᾐόνιον , αἰονάω moisten imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ᾐόνιον , αἰονάω moisten imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ᾐόνιος masc acc sg ᾐόνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)