- ῄσθημένως
ῄσθημένως (von αἰσϑάνομαι), verstehend, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῄσθημένως (von αἰσϑάνομαι), verstehend, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ησθημένως — ἠσθημένως (Α) επίρρ. με αίσθηση, με συναίσθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησθημένος, μτχ. παρακμ. τού αποθετ. ρ. αισθάνομαι] … Dictionary of Greek
ᾐσθημένως — αἰσθάνομαι perceive perf part mid masc acc pl (doric) εἰσθέω run into perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)