- ἰηδών
ἰηδών, όνος, ἡ, von ἰαίνω nach ἀλγηδών gebildet, Freude, Hesych. im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰηδών, όνος, ἡ, von ἰαίνω nach ἀλγηδών gebildet, Freude, Hesych. im plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιηδών — ἰηδών, όνος, ἡ (Α) χαρά («ἰηδόνες εὐφροσύναι, ἐπιθυμίαι, χαραί», Ησύχ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰη τού ρ. ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα» (πρβλ. αόρ. ιων. ἴηνα) + κατάλ. δών κατά το αλγη δών] … Dictionary of Greek