- ἰθαίνω
ἰθαίνω, erkl. Hesych. εὐφρονεῖν u. im pass. ϑερμαίνεσϑαι, also = ἰαίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθαίνω, erkl. Hesych. εὐφρονεῖν u. im pass. ϑερμαίνεσϑαι, also = ἰαίνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιθαίνω — ἰθαίνω (Α) διάκειμαι ευνοϊκά, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον αρχ. ινδ. ενεστ. i n ddhe «φλέγεται». Και οι δύο τ. εμφανίζουν το ίδιο έρρινο επίθημα η και ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα *idh τής ΙΕ ρίζας *aidh… … Dictionary of Greek