ἰλεός

ἰλεός

ἰλεός, , = εἰλεός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίλεος — ἵλεος (Α) βλ. ίλεως …   Dictionary of Greek

  • ἵλεος — propitious masc/fem nom sg ἴλαος masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλεός — εἰλεός intestinal obstruction masc nom sg ἰλεός intestinal obstruction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵλεον — ἵλεος propitious masc/fem acc sg ἵλεος propitious neut nom/voc/acc sg ἴλαος masc/fem acc sg (ionic) ἴλαος neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • ἱλέοις — ἵλεος propitious masc/fem/neut dat pl ἴλαος masc/fem/neut dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱλέῳ — ἵλεος propitious masc/fem/neut dat sg ἴλαος masc/fem/neut dat sg (ionic) ἴλαος masc/fem nom/voc pl (attic) ἴλαος masc/fem nom pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵλεα — ἵλεος propitious neut nom/voc/acc pl ἴλαος neut nom/voc/acc pl (ionic) ἴλαος nom/voc/acc pl (attic) ἴλαος nom pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵλεοι — ἵλεος propitious masc/fem nom/voc pl ἴλαος masc/fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… …   Dictionary of Greek

  • ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”