- ἱλεωτήριον
ἱλεωτήριον, τό, = ἱλαστήριον, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱλεωτήριον, τό, = ἱλαστήριον, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιλεωτήριον — ἱλεωτήριον, τὸ (Α) [ιλεούμαι] ιλαστήριον (βλ. ιλαστήριος) … Dictionary of Greek
ἱλεωτήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλεωτήρια — ἱλεωτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)