- ἰθύντατα
ἰθύντατα, Il. 18, 508, als superl. zu ἰϑύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθύντατα, Il. 18, 508, als superl. zu ἰϑύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιθύντατα — ἰθύντατα (Α) επίρρ. δικαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἰθύς (Ι)] … Dictionary of Greek
ἰθύντατα — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek