- ἰθύντωρ
ἰθύντωρ, ορος, ὁ, = ἰϑυντήρ, Orph. Arg. 120 u. öfter, wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰθύντωρ, ορος, ὁ, = ἰϑυντήρ, Orph. Arg. 120 u. öfter, wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] … Dictionary of Greek