ἰουλίζω

ἰουλίζω

ἰουλίζω, einen Milchbart bekommen, κροτάφοισιν Tryphiod. 52; VLL. τῆς γενειάδος ἄρχεσϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιουλίζω — ἰουλίζω (Α) [ίουλος] αποκτώ ίουλο, αρχίζω να βγάζω γένι …   Dictionary of Greek

  • ἰουλιῆται — ἰουλίζω become downy fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰουλίζων — ἰουλίζω become downy pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • ιουλοφυώ — ἰουλοφυῶ (Μ) ιουλίζω*, χνοάζω*, χνουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φυῶ (< φυής < φύος), πρβλ. κερατο φυώ, οδοντο φυώ] …   Dictionary of Greek

  • ἰουλίτταν — ἰουλίσσαν , ἰουλίζω become downy aor part act neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”