- ἰξία
ἰξία, ἡ, 1) die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch ἰξός, Theophr. – 2) eine andere Pflanze, χαμαιλέων, Diosc. – 3) = κιρσός, Arist. H. A. 3, 11 E., Poll. 4, 196, Plut. Mar. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξία, ἡ, 1) die Mistel, eine Schmarotzerpflanze, auch ἰξός, Theophr. – 2) eine andere Pflanze, χαμαιλέων, Diosc. – 3) = κιρσός, Arist. H. A. 3, 11 E., Poll. 4, 196, Plut. Mar. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξία — ἰξίᾱ , ἰξία pine thistle fem nom/voc/acc dual ἰξίᾱ , ἰξία pine thistle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰξίᾱ , ἰξίας chamaeleon thistle masc nom/voc/acc dual ἰξίας chamaeleon thistle masc voc sg ἰξίᾱ , ἰξίας chamaeleon thistle masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξίᾳ — ἰξίᾱͅ , ἰξία pine thistle fem dat sg (attic doric aeolic) ἰξίαι , ἰξίας chamaeleon thistle masc nom/voc pl ἰξίᾱͅ , ἰξίας chamaeleon thistle masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξία — η (Α ἰξία) [ιξός] νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας ιριδίδες αρχ. 1. ο ιξός* 2. το φυτό χαμαιλέων ο λευκός 3. είδος κρητικού φυτού, η τραγάκανθα 4. ο κιρσός … Dictionary of Greek
γλωσσομ(ε)ιξία — η ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων διαφόρων εποχών ή διαφόρων διαλέκτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + μιξία < μικτός < μείγνυμι. Η λ. γλωσσομιξία μαρτυρείται από το 1816 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek
ἰξίας — ἰξίᾱς , ἰξία pine thistle fem acc pl ἰξίᾱς , ἰξία pine thistle fem gen sg (attic doric aeolic) ἰξίᾱς , ἰξίας chamaeleon thistle masc acc pl ἰξίᾱς , ἰξίας chamaeleon thistle masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξίαι — ἰξίᾱͅ , ἰξία pine thistle fem dat sg (attic doric aeolic) ἰξίας chamaeleon thistle masc nom/voc pl ἰξίᾱͅ , ἰξίας chamaeleon thistle masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξίαν — ἰξίᾱν , ἰξία pine thistle fem acc sg (attic doric aeolic) ἰξίᾱν , ἰξίας chamaeleon thistle masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἰξίας chamaeleon thistle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξιῶν — ἰξία pine thistle fem gen pl ἰξίας chamaeleon thistle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξίας — ἰξίας, ὁ (Α) [ιξία] το δηλητηριώδες φυτό χαμαιλέων ο μέγας … Dictionary of Greek
ιξίον — ἰξίον, τὸ (ΑΜ) μσν. υποκορ. τού ιξός αρχ. το φύλλο τού φυτού χαμαιλέων ο λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… … Dictionary of Greek