- ἰβίσκος
ἰβίσκος, ὁ, Eibisch, eine Art wilder Malven, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰβίσκος, ὁ, Eibisch, eine Art wilder Malven, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιβίσκος — (Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά… … Dictionary of Greek
ιβίσκος — ο ποώδες καλλωπιστικό φυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰβίσκον — ἰβίσκος hibiscus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰβίσκου — ἰβίσκος hibiscus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπάμια — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), άγνωστης καταγωγής. Η επιστημονική ονομασία του είναι ιβίσκος ο εδώδιμος (βλ. λ. ιβίσκος). Συναντάται ημιαυτοφυής στις παραμεσόγειες χώρες. Φτάνει σε ύψος το 0,50 – 1,50 μ.,… … Dictionary of Greek
μπίσκος — ο κοινή ονομασία για το φυτό ιβίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. hibiscum «ιβίσκος»] … Dictionary of Greek
Hibiscus — Hibiscus … Wikipédia en Français
Hibisque — Hibiscus Hibiscus … Wikipédia en Français
Ibisque — Hibiscus Hibiscus … Wikipédia en Français
Hibiscus — Hibiscus … Wikipédia en Français
αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… … Dictionary of Greek