ἱμέῤῥω

ἱμέῤῥω

ἱμέῤῥω, äol. = ἱμείρω, Sappho 1, 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιμέρρω — ἰμέρρω (Α) (αιολ. τ.) βλ. ιμείρω …   Dictionary of Greek

  • ἱμέρρω — ἱ̱μέρρω , ἱμείρω long for pres subj act 1st sg (aeolic) ἱ̱μέρρω , ἱμείρω long for pres ind act 1st sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμείρω — ἱμείρω και ἰμέρρω (Α) 1. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ 2. επιθυμώ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίμερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”