ἴλιγγος — spinning round masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλιγγος — ο 1. ζάλη: Υποφέρει από ιλίγγους. – Του έρχεται ίλιγγος, όταν κοιτάζει από ψηλά κάτω. 2. ψυχική ταραχή: Μεπιάνει ίλιγγος σαν σκέφτομαι τι έχουμε να πάθουμε ακόμα. 3. θάμπωμα, κατάπληξη: Τα επιτεύγματα του ανθρώπου προκαλούν τον ίλιγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… … Dictionary of Greek
ἰλίγγοις — ἴλιγγος spinning round masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλίγγοισι — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλίγγοισιν — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλίγγου — ἴλιγγος spinning round masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλίγγους — ἴλιγγος spinning round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλίγγων — ἴλιγγος spinning round masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰλίγγῳ — ἴλιγγος spinning round masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴλιγγοι — ἴλιγγος spinning round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)