ἴλιγγος

ἴλιγγος

ἴλιγγος, ὁ (ἴλλω, εἴλω), das Drehen, der Schwindel, wo sich Alles mit dem Menschen umzudrehen scheint; Hippocr.; κεφαλῆς τινας διατάσεις καὶ ἰλίγγους Plat. Rep. III, 407 c; μὴ σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ὑμῖν ἐμποιήσῃ Legg. X, 892 e; Sp., wie συγχύσει καὶ ἰλίγγῳ κατειλημμένος Luc. Nigr. 35; Verwirrung, Plut. adv. stoic. 20. – Bei Ap. Rh. 4, 142 u. a. Sp. auch εἴλιγγος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἴλιγγος — spinning round masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίλιγγος — ο 1. ζάλη: Υποφέρει από ιλίγγους. – Του έρχεται ίλιγγος, όταν κοιτάζει από ψηλά κάτω. 2. ψυχική ταραχή: Μεπιάνει ίλιγγος σαν σκέφτομαι τι έχουμε να πάθουμε ακόμα. 3. θάμπωμα, κατάπληξη: Τα επιτεύγματα του ανθρώπου προκαλούν τον ίλιγγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • ἰλίγγοις — ἴλιγγος spinning round masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγοισι — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγοισιν — ἴλιγγος spinning round masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγου — ἴλιγγος spinning round masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγους — ἴλιγγος spinning round masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγων — ἴλιγγος spinning round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰλίγγῳ — ἴλιγγος spinning round masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλιγγοι — ἴλιγγος spinning round masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”