- ἴλιγξ
ἴλιγξ, ιγγος, ἡ, dasselbe, Sp., wie D. Sic. 17, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴλιγξ, ιγγος, ἡ, dasselbe, Sp., wie D. Sic. 17, 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίλιγξ — ἴλιγξ, ιγγος ἡ (Α) 1. δίνη, συστροφή 2. ίλιγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι τού ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση τού ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ … Dictionary of Greek
ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… … Dictionary of Greek
ՊՏՈՅՏ — (ուտի ՊՏՈՅՏՔ, ուտից.) NBH 2 0665 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. ՊՏՈՅՏ ՊՏՈՅՏՔ. δίνη, θίν, κλύδων, καταιγίς, εὕριπος, ἵλιγξ vortex, gurges, procella. Յորձանք. շրջանք. գրդանք. կիրտափ. (իրօք կամ նմանութեամբ). *Զպտոյտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)