- ἰδιῶτις
ἰδιῶτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἰδιώτης; γυνή Ios.; – πόλις, im Ggstz von ἡγεμονίς, App. B. C. 4, 95; – unerfahren, Alciphr. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιῶτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἰδιώτης; γυνή Ios.; – πόλις, im Ggstz von ἡγεμονίς, App. B. C. 4, 95; – unerfahren, Alciphr. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιώτις — η (ΑΜ ἰδιῶτις) βλ. ιδιώτης … Dictionary of Greek
ἰδιώτιδα — ἰδίωτις unskilled fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτιδας — ἰδίωτις unskilled fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτιδες — ἰδίωτις unskilled fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτιδι — ἰδίωτις unskilled fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτιδος — ἰδίωτις unskilled fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώτισιν — ἰδίωτις unskilled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek