- ἰδιο-γονία
ἰδιο-γονία, ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht, Ggstz κοινογονία, Plat. Polit. 265 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιο-γονία, ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht, Ggstz κοινογονία, Plat. Polit. 265 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνησιγονία — η 1. η γέννηση νεκρού βρέφους 2. η τάση για γέννηση θνησιγενών νεογνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γονία < γόνος (πρβλ. αρχαιο γονία, ιδιο γονία)] … Dictionary of Greek
ιδιογονία — ἰδιογονία, ἡ (Α) το να γεννά κάποιος άτομα μόνο τού δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γονια ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] … Dictionary of Greek