ἰδιο-γαμία

ἰδιο-γαμία

ἰδιο-γαμία, , Ggstz von κοινογαμία, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιογάμια — ιδιογάμια, τά (Α) ο γάμος ενός ζευγαριού, η μονογαμική σχέση σε αντιδιαστολή με τον ελεύθερο έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γαμια (< γάμιος < γάμος), πρβλ. θεο γάμια] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • παιδογαμία — η βιολ. τύπος αυτογαμίας που παρατηρείται σε ορισμένα πρωτόζωα, στα οποία υπάρχει αμοιβαία γονιμοποίηση γαμετών οι οποίοι προέρχονται από τον ίδιο γαμόντη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. p(a)edogamy (< παῖς, παιδός + γαμία < γαμος < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”