- ἰδιο-φεγγής
ἰδιο-φεγγής, ές, mit eigenem Lichte leuchtend, Stob. ecl. phys.1 p. 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιο-φεγγής, ές, mit eigenem Lichte leuchtend, Stob. ecl. phys.1 p. 556.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· … Dictionary of Greek
ομοφεγγής — ὁμοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ιδιο φεγγής] … Dictionary of Greek