- ἰδιο-φυής
ἰδιο-φυής, ές, von eigenthümlicher Beschaffenheit; σάλπιγγες D. Sic. 5, 30; D. L. 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιο-φυής, ές, von eigenthümlicher Beschaffenheit; σάλπιγγες D. Sic. 5, 30; D. L. 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ευρυφυής — εὐρυφυής, ές (Α) (για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ιδιοφυής — ές (Α ἰδιοφυής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», Διόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ τίτλος έργου τού Αρχελάου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ινδοφυής — ἰνδοφυής, ές (Μ) αυτός που φύεται στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φυής (< φύος, το), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
κακοφυής — ές (AM κακοφυής, ές) αυτός που έχει εκ φύσεως κακή διάπλαση, κακή κατασκευή, που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. (για φυτά ή σπόρους φυτών) αυτός που φύεται,… … Dictionary of Greek
κερατοφυής — κερατοφυής, ές (Α) (για ζώο) αυτός στο κεφάλι τού οποίου φύονται κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φυής (< φύος), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
κομνηνοφυής — κομνηνοφυής, ές (Μ) αυτός που έχει γεννηθεί από τους αυτοκράτορες Κομνηνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κομνηνός + φυής (< φύος), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
λιμνοφυής — ές (Α λιμνοφυής, ές) αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + φυής (< φυή [ἡ] ή φύος [τὸ] < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, τριχο φυής] … Dictionary of Greek
ξανθοφυής — ξανθοφυής, ές (Α) αυτός που είναι εκ φύσεως ξανθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + φυής (< φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ξενοφυής — ξενοφυής, ές (Μ) αυτός που έχει παράξενη φύση ή παράξενο σχήμα («θῆρες ξενοφυεῑς», Τζέτζ.).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής] … Dictionary of Greek