- ἰδιο-τροπία
ἰδιο-τροπία, ἡ, die eigenthümliche Art, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰδιο-τροπία, ἡ, die eigenthümliche Art, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλεκτροτροπία — η ο ηλεκτροτοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + τροπια (< τροπος < τρόπος), πρβλ. ιδιο τροπία, μετα τροπία] … Dictionary of Greek