ἰδιο-τρόφος

ἰδιο-τρόφος

ἰδιο-τρόφος, einzeln ernährend, erhaltend, Plat. Polit. 261 d, wo früher ἰδιότροπος gelesen wurde. – Aber ἰδιότροφος, sich auf besondere Weise, von besonderen Speisen nährend, bei Arist. H. A. 1, 1 dem παμφάγος entgeggstzt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιότροφος — ἰδιότροφος, ον (Α) αυτός που τρώει ορισμένα μόνο είδη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. οικό τροφος, υπό τροφος. Το σύνθ. με ενεργητική σημ. εν αντιθέσει προς τα τρόφος (πρβλ. ιδιο τρόφος), που έχουν παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοτρόφος — ἰδιοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει ζώα ένα από κάθε είδος, όχι σε κοπάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. θηρο τρόφος, ιππο τρόφος η λ. έχει παθ. σημ., εν αντιθέσει προς το ιδιότροφος*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Αμάλθεια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, τροφός του Δία, την οποία θεωρούσαν στη Θεσσαλία κόρη του βασιλιά Αιμονίου, στην Κρήτη κόρη του Μελισσέα, άλλοι τη θεωρούσαν κόρη του Ωκεανού και άλλοι πάλι την ταύτιζαν με την κατσίκα που γαλούχησε τον Δία νήπιο σε… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • ίππα — ἵππα, ἡ (Α) 1. δρυοκολάπτης 2. ως κύριο όν. ἡ Ἵππα η τροφός τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με τα ἴπνη και σίττη, που δηλώνουν το ίδιο πτηνό] …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • Αβία — I Αρχαία πόλη της ΝΑ Μεσσηνίας, στην παραλία, κοντά στα σύνορα με τη Λακωνία. Λέγεται ότι όταν οι Δωριείς αποκρούστηκαν στην Πελοπόννησο, η Α., η τροφός του Γληνού (γιου του Ηρακλή και της Δηιάνειρας) κατέφυγε εκεί και ίδρυσε ιερό προς τιμήν του… …   Dictionary of Greek

  • Δεββώρα — Βιβλικό πρόσωπο. Ηρωίδα και ποιήτρια του αρχαίου Ισραήλ, τρίτη μεταξύ των Κριτών. Με υπόδειξή της ο στρατηγός και κριτής Βαράκ επιτέθηκε εναντίον του Σισάρα, στρατηγού των Χαναναίων και τον νίκησε. Στον εορτασμό της νίκης η Δ. έψαλε με τον Βαράκ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”