παιπάλη

παιπάλη

παιπάλη, (vgl. πάλη), das feinste Mehl, Mehlstaub, VLL.; καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι, Ar. Nubb. 262; ἀλφίτων, Sp.; παιπάλη ἐν ἀλφίτῳ πεποιημένη, Polyaen. 4, 3, 32. Uebertr., λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη, Ar. Nubb. 260, von einem abgefeimten, verschmitzten Menschen, der so sein ist wie Haarpuder.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιπάλη — the finest flour fem nom/voc sg (attic epic ionic) παιπαλάω to be subtle pres imperat act 2nd sg (doric) παιπαλάω to be subtle pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) παιπαλάω to be subtle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπάλῃ — παιπάλη the finest flour fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… …   Dictionary of Greek

  • παιπαλᾶν — παιπάλη the finest flour fem gen pl (doric aeolic) παιπαλάω to be subtle pres part act masc voc sg (doric aeolic) παιπαλάω to be subtle pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) παιπαλάω to be subtle pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπάλην — παιπάλη the finest flour fem acc sg (attic epic ionic) παιπαλάω to be subtle imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) παιπαλάω to be subtle imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιπάλης — παιπάλη the finest flour fem gen sg (attic epic ionic) παιπαλάω to be subtle pres ind act 2nd sg παιπαλάω to be subtle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπαίπαλος — ον, Α 1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος 2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη] …   Dictionary of Greek

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • πάλημα — πάλημα, τὸ (Α) πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (II) + κατάλ. ημα (πρβλ. παιπάλη: παιπάλημα)] …   Dictionary of Greek

  • παίπαλον — παίπαλον, τὸ (Α) απότομο, δύσβατο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)] …   Dictionary of Greek

  • παιπάλημα — παιπάλημα, τὸ (Α) 1. τρίμμα, άχνη 2. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού παιπάλη* (πρβλ. πάλη [ΙΙ]: πάλημα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”