- παιπάλιμος
παιπάλιμος, verschmitzt, abgefeimt, Theognost. p. 10, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιπάλιμος, verschmitzt, abgefeimt, Theognost. p. 10, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιπάλιμος — παιπάλιμος, ον (ΑΜ) [παιπάλη] πανούργος, δόλιος … Dictionary of Greek
παιπάλιμος — subtle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπάλιμον — παιπάλιμος subtle masc/fem acc sg παιπάλιμος subtle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… … Dictionary of Greek
πολυπαίπαλος — ον, Α 1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος 2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη] … Dictionary of Greek