ἰδιαζόντως

ἰδιαζόντως

ἰδιαζόντως, besonders, allein, Sp., z. B. Schol. Thuc. 1, 80.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιαζόντως — (ΑΜ ἰδιαζόντως) επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο μσν. 1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια 2. διακεκριμένα μσν. αρχ. ξεχωριστά, ανεξάρτητα από... [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων τού ρ. ιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • особь — (79) пр. и нар. I. Пр. нескл. Отдельный: тъ ѥсть дѣвьствьнъ. не иже тѣло своѥ хранить. ѿ съвъкѹплени˫а несквьрньно. нъ стыдѧисѧ ѥгда особь бываѥть. СбТр XII/XIII, 174 об.; проклѧтъ ѥго [Нестория] сборъ, ѥдинѹ же х҃а i б҃а наше(г) особь ѹпостась и …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”