- ἱμαντίδιον
ἱμαντίδιον, τό, dim. von ἱμάς, E. M. 671, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμαντίδιον, τό, dim. von ἱμάς, E. M. 671, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμαντίδιον — ἱμαντίδιον, τὸ (Α) μικρός ιμάντας, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γον ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ἱμαντίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek