- ἱμαντάριον
ἱμαντάριον, τό, dim. von ἱμάς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμαντάριον, τό, dim. von ἱμάς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιμαντάριον — ἱμαντάριον, τὸ (Α) μικρός ιμάντας, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον, ωάριον)] … Dictionary of Greek
ἱμανταρίων — ἱμαντάριον halyard neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμαντάρια — ἱμαντάριον halyard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek