- παν-όλβιος
παν-όλβιος, ganz, sehr glückselig; H. h. 6, 54; Theogn. 441. 1159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-όλβιος, ganz, sehr glückselig; H. h. 6, 54; Theogn. 441. 1159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανόλβιος — ον, ΜΑ 1. πανευτυχής, παμμακάριστος 2. ευλογημένος («πανόλβιον χρῆμα», Ευνάπ.). επίρρ... πανολβίως Α με τρόπο πανόλβιο, πανευτυχώς, με κάθε ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβιος «ευτυχής» (πρβλ. πολυ όλβιος)] … Dictionary of Greek