- ἰξεύτρια
ἰξεύτρια, ἡ (fem. zu ἰξευτήρ), Τύχη, = ἰξευτηρία, Plut. fort. Rom. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξεύτρια, ἡ (fem. zu ἰξευτήρ), Τύχη, = ἰξευτηρία, Plut. fort. Rom. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιξεύτρια — η (Α ἰξεύτρια) θηλ. τού ιξευτής* … Dictionary of Greek
ἰξευτρίας — ἰξευτρίᾱς , ἰξεύτρια fem acc pl ἰξευτρίᾱς , ἰξεύτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek