- ἰξιόεις
ἰξιόεις, εσσα, εν, von ἰξίας gemacht, ἰξιόεν πῶμα Nic. Al. 279.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰξιόεις, εσσα, εν, von ἰξίας gemacht, ἰξιόεν πῶμα Nic. Al. 279.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιξιόεις — ἰξιόεις, εσσα, εν (Α) [ιξίας] ο κατασκευασμένος από το φυτό ιξίας … Dictionary of Greek