ἴκταρ

ἴκταρ

ἴκταρ (ἵκω, eigtl. hinkommend, das Ziel treffend), auf einen u. denselben Wurf oder Schlag, zusammentreffend, zugleich, κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστραπῇ ποτέοντο Hes. Th. 691. – Vom Orte, nahe kommend, τινός, Aesch. Ag. 115 Eum. 952; sprichwörtlich: ταῦτα πάντα πρὸς τύραννον τὸ λεγόμενον οὐδ' ἴκταρ βάλλει Plat. Rep. IX, 575 c, hat keinen Bezug auf ihn, trifft ihn nicht, eigtl. nicht einmal nahe trifft er, geschweige das Ziel; vgl. Ael. H. A. 15, 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἴκταρ — close together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκταρ — (I) ἴκταρ (Α) επίρρ. 1. με ένα χτύπημα, ταυτόχρονα («κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ», Ησίοδ.) 2. τοπ. πολύ κοντά («ἥμενοι Διὸς ἴκταρ», Αισχύλ.) 3. ως ουσ. «τὸ ἴκταρ» το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ουδέτερο το οποίο έγινε επίρρημα και ετυμολογικά… …   Dictionary of Greek

  • осетр — род. п. тра, укр. осетр, ясетр, болг. есетър (Младенов 163), сербохорв. jѐсетра, чеш., слвц. jesetr, польск. jesiotr, диал. jesiora, словин. jìesøra рыбья кость . Родственно лит. ašėtras осетр (Ширвид), др. прусск. esketres – то же, др. лит.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …   Dictionary of Greek

  • θέλκταρ — θέλκταρ, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θέλγητρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. ταρ, πιθ. κατά τα ίκταρ, νέκταρ (βλ. και λ. θέλγητρο)] …   Dictionary of Greek

  • ικταίνω — ἰκταίνω (Α) χτυπώ, ωθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ἴκταρ (Ι)* και απαντά εν συνθέσει σε γλώσσα τού Αριστάρχου: ὑπερ ικταίνοντο ἄγαν ἐπάλλοντο] …   Dictionary of Greek

  • ā̆ik̂- : ī̆k̂- —     ā̆ik̂ : ī̆k̂     English meaning: spear, pike     Deutsche Übersetzung: ‘spieß; with einer spitzen Waffe treffen”     Note: Both Root ak ̂ , ok ̂ : ‘sharp; stone” and Root üĭ k ̂ : īk̆ ̂ : ‘spear, pike” are reduced roots of an older root… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”