- ἴεσις
ἴεσις, ἡ, bildet Plat. Crat. 426 c von ἰέναι, das Gehen; – ἵεσις, von ἵημι, Werfen, E. M. 469, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἴεσις, ἡ, bildet Plat. Crat. 426 c von ἰέναι, das Gehen; – ἵεσις, von ἵημι, Werfen, E. M. 469, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίεσις — (I) ἴεσις, ἡ (Α) πορεία, κίνηση, μετάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι , μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι έναι) + κατάλ. εσις]. (II) ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι] ρίψη, ρίξιμο … Dictionary of Greek
ἱέσεως — ἱέσεω̆ς , ἵεσις throwing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)