ιμερτός — ἱμερτός, ή, όν (Α) [ιμείρω) 1. αγαπητός, ποθητός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν η ερωτική επιθυμία 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός επίθ. τού Απόλλωνος και τού Διονύσου 4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» αγαπητή ζωή … Dictionary of Greek
ἱμερτός — ἱ̱μερτός , ἱμερτός longed for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμέρτ' — ἱ̱μερτά , ἱμερτός longed for neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc/acc dual ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc sg (doric aeolic) ἱ̱μερτέ , ἱμερτός longed for masc voc sg ἱ̱μερταί , ἱμερτός longed for fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτά — ἱ̱μερτά , ἱμερτός longed for neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc/acc dual ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτῶν — ἱ̱μερτῶν , ἱμερτός longed for fem gen pl ἱ̱μερτῶν , ἱμερτός longed for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτόν — ἱ̱μερτόν , ἱμερτός longed for masc acc sg ἱ̱μερτόν , ἱμερτός longed for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՂՁԱԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 429 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 10c, 12c ա. (ʼի բա եւ իղձ.) ἑπιθυμητός, ἰμερτός desiderabiis, optandus Ըղձալի յոյժ. տենչալի. ցանկալի. փափաքելի. ... *Հեշտ եւ բաղձալի թուեսցին բանքս իմ ʼի լսելիս մեծամեծաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἱμερταῖς — ἱ̱μερταῖς , ἱμερτός longed for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερταί — ἱ̱μερταί , ἱμερτός longed for fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτοῖο — ἱ̱μερτοῖο , ἱμερτός longed for masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτοῖς — ἱ̱μερτοῖς , ἱμερτός longed for masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)