- παν-όδυρτος
παν-όδυρτος, = πάνδυρτος, bei den Tragg. jetzt durch diese Form verdrängt; auch Eur. Hec. 212 in πάνδυρτος zu ändern; τὰν πανόδυρτον Mel. 109 (VII, 476).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-όδυρτος, = πάνδυρτος, bei den Tragg. jetzt durch diese Form verdrängt; auch Eur. Hec. 212 in πάνδυρτος zu ändern; τὰν πανόδυρτον Mel. 109 (VII, 476).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανόδυρτος — ον, Α πάρα πολύ αξιοθρήνητος ή συνοδευόμενος από οδυρμούς («πανόδυρτος βοή», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι), πρβλ. φιλ όδυρτος] … Dictionary of Greek
πάνδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που θρηνείται από όλους 2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους 3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν όδυρτος*] … Dictionary of Greek