παν-όψιος

παν-όψιος

παν-όψιος, 1) Alles sehend, Nonn. D. 14, 169. – 2) Allen sichtbar, ἔγχος, Il. 21, 397, die hellglänzende Lanze, πᾶσιν ὁρατόν, Andere erklärten, wie von ὀψέ, πάντων τελευταῖον καὶ ἔσχατον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • κοντόψιος — κοντόψιος, ον (Μ) αυτός που έχει μικρό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + όψιος (< ὄψις), πρβλ. παν όψιος, προσ όψιος] …   Dictionary of Greek

  • πανόψιος — ον 1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄψις (πρβλ. κατ όψιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”