- ὰνα-χράομαι
ὰνα-χράομαι, = διαχράομαι, zw. Lesart Thuc. 1, 126, nach VLL.; D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰνα-χράομαι, = διαχράομαι, zw. Lesart Thuc. 1, 126, nach VLL.; D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεχρῶντο — ἀνά χράομαι abuse imperf ind mp 3rd pl (attic) ἀνά χράομαι abuse imperf ind mp 3rd pl (ionic) ἀνά χράω 1 fall upon imperf ind mp 3rd pl ἀνά χράω 2 proclaim imperf ind mp 3rd pl (attic) ἀνά χράω 2 proclaim imperf ind mid 3rd pl (ionic) ἀνά χραύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακεχραμένως — ἀνά χράομαι abuse perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)