- ὰνα-χρονίζω
ὰνα-χρονίζω, in eine andere, unrichtige Zeit versetzen, die Zeiten verwechseln, Schol. Eur. Phoen. 861.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰνα-χρονίζω, in eine andere, unrichtige Zeit versetzen, die Zeiten verwechseln, Schol. Eur. Phoen. 861.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνακεχρόνισται — ἀνά χρονίζω spend time perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχρονίσαντος — ἀνά χρονίζω spend time aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεχρονίσθησαν — ἀνά χρονίζω spend time aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεχρόνισε — ἀνά χρονίζω spend time aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεχρόνισεν — ἀνά χρονίζω spend time aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek