- ἱματίζω
ἱματίζω, bekleiden, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱματίζω, bekleiden, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱματίζω — furnish with clothing pres subj act 1st sg ἱματίζω furnish with clothing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιματίζω — ἱματίζω (Α) [ιμάτιον] ντύνω («σωφρονοῡντα καὶ ἱματισμένον», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἱματίσω — ἱ̱ματίσω , ἱματίζω furnish with clothing aor ind mid 2nd sg ἱματίζω furnish with clothing aor subj act 1st sg ἱματίζω furnish with clothing fut ind act 1st sg ἱματίζω furnish with clothing aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμένον — ἱ̱ματισμένον , ἱματίζω furnish with clothing perf part mp masc acc sg ἱ̱ματισμένον , ἱματίζω furnish with clothing perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματίζετο — ἱ̱ματίζετο , ἱματίζω furnish with clothing imperf ind mp 3rd sg ἱματίζω furnish with clothing imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek
ιματισμός — ο (ΑΜ ἱματισμός) [ιματίζω] καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός νεοελλ. στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο … Dictionary of Greek
ἱματισμένη — ἱ̱ματισμένη , ἱματίζω furnish with clothing perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμένος — ἱ̱ματισμένος , ἱματίζω furnish with clothing perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)