- ἱματιδάριον
ἱματιδάριον, τό, dim. von ἱμάτιον, Ar. frg. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱματιδάριον, τό, dim. von ἱμάτιον, Ar. frg. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιματιδάριον — ἱματιδάριον, τὸ (Α) [ιματίδιον] μικρό ιμάτιο, φορεματάκι … Dictionary of Greek
ἱματιδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα … Dictionary of Greek