ἱδρώτιον

ἱδρώτιον

ἱδρώτιον, τό, dim. von ἱδρώς, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδρώτιον — ἱδρώτιον, τὸ (Α) ελαφρά εφίδρωση, λίγος ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δωμάτ ιον, κοράσ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • ἱδρώτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτίοις — ἱδρώτιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρώτια — ἱδρώτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • καψιδρώτιον — καψιδρώτιον, τὸ (Α) 1. μαντίλι, σουδάριον*. 2. είδος χιτωνίσκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ (κάψ ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω») + ἱδρώτιον «ελαφρά εφίδρωση» (< ἱδρώς, ῶτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”