- ἱδρωτο-ποιός
ἱδρωτο-ποιός, Schweiß treibend, Arist. a. a. O., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱδρωτο-ποιός, Schweiß treibend, Arist. a. a. O., Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχνοποιώ — ἰχνοποιῶ, έω (Α) 1. ανιχνεύω 2. αφήνω ίχνος, αφήνω σημάδι 3. πατώ, βαδίζω, βηματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιώ, ιδρωτο ποιώ] … Dictionary of Greek