ἱδρωτικός

ἱδρωτικός

ἱδρωτικός, Schweiß treibend, Hippocr.; schwitzend, Galen. – Adv., ἱδρωτικωτέρως διακεῖσϑαι, mehr zum Schwitzen geneigt sein, Arist. probl. 2, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱδρωτικός — sudorific masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρωτικός — ή, ό (Α ἱδρωτικός, ή, όν) [ιδρώς] αυτός που προκαλεί εφίδρωση («ιδρωτικά φάρμακα») αρχ. (για πρόσ.) αυτός που έχει τάση για εφίδρωση. επίρρ... ἱδρωτικῶς (Α) με έκκριση ιδρώτα …   Dictionary of Greek

  • ιδρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ίδρωμα: Ιδρωτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱδρωτικά — ἱδρωτικός sudorific neut nom/voc/acc pl ἱδρωτικά̱ , ἱδρωτικός sudorific fem nom/voc/acc dual ἱδρωτικά̱ , ἱδρωτικός sudorific fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτικῶν — ἱδρωτικός sudorific fem gen pl ἱδρωτικός sudorific masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτικόν — ἱδρωτικός sudorific masc acc sg ἱδρωτικός sudorific neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτικαί — ἱδρωτικός sudorific fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτικοῖς — ἱδρωτικός sudorific masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτικοῖσι — ἱδρωτικός sudorific masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτικοῖσιν — ἱδρωτικός sudorific masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱδρωτικοί — ἱδρωτικός sudorific masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”