ἱκετευτικός

ἱκετευτικός

ἱκετευτικός, den Schutzflehenden betreffend, flehend; Schol. Soph. O. R. 143; Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ικετευτικός — ή, ό (ΑΜ ἱκετευτικός, ή, όν) [ικετεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ικεσία, παρακλητικός. επίρρ... ικετευτικώς και ά (Α ἱκετευτικῶς) με ικετευτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ικετευτικός — ή, ό επίρρ. ά παρακλητικός: Ικετευτικό βλέμμα. – Ικετευτικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱκετευτικά — ἱκετευτικός supplicatory neut nom/voc/acc pl ἱκετευτικά̱ , ἱκετευτικός supplicatory fem nom/voc/acc dual ἱκετευτικά̱ , ἱκετευτικός supplicatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετευτικῶν — ἱκετευτικός supplicatory fem gen pl ἱκετευτικός supplicatory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετευτικόν — ἱκετευτικός supplicatory masc acc sg ἱκετευτικός supplicatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετευτικούς — ἱκετευτικός supplicatory masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετευτικήν — ἱκετευτικός supplicatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετευτικῶς — ἱκετευτικός supplicatory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιωματικός — ή, ό (AM ἀξιωματικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ αυτά 2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών νεοελλ. Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των… …   Dictionary of Greek

  • αρεστήριος — ἀρεστήριος, α, ον (Α) ο ικετευτικός («ἀρεστήριοι θυσίαι» θυσίες που έχουν σκοπό να εξιλεώσουν κάποιον θεό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρεστήρ < αρέσκω] …   Dictionary of Greek

  • δεητικός — ή, ό (AM δεητικός, ή, όν) παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή») νεοελλ. μσν. επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς) με παρακάλια, ικετευτικά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν δέηση, ικεσία αρχ. ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”