- ἱκεσιάζω
ἱκεσιάζω, = ἱκετεύω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱκεσιάζω, = ἱκετεύω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικεσιάζω — ἱκεσιάζω (Μ) [ικεσία] ικετεύω … Dictionary of Greek
ικεσιασμός — ἱκεσιασμός, ὁ (Μ) [ικεσιάζω] η ικεσία … Dictionary of Greek