- ὰκεστορίς
ὰκεστορίς, ίδος. ἡ, die Heilende, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰκεστορίς, ίδος. ἡ, die Heilende, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκεστορίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] … Dictionary of Greek
κλειτορίδα — Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και… … Dictionary of Greek