- ὰκεστικός
ὰκεστικός, zum Heilen, Ausbessern gehörig, ἡ ἀκεστική. sc. τέχνη, Schneiderkunst, Plat. Polit. 281 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὰκεστικός, zum Heilen, Ausbessern gehörig, ἡ ἀκεστική. sc. τέχνη, Schneiderkunst, Plat. Polit. 281 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακεστικός — ἀκεστικός, ή, όν (Α) [ἀκεστός] 1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει 2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη τού θεραπευτή, τού γιατρού 3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα «κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
ἀκεστικῇ — ἀκεστικός fitted for healing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστική — ἀκεστικός fitted for healing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστικήν — ἀκεστικός fitted for healing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεστός — ἀκεστός, ή, όν (Α) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος «ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός] … Dictionary of Greek
ἀκεστικῆι — ἀκεστικῇ , ἀκεστικός fitted for healing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)