ἱερό-δουλος

ἱερό-δουλος

ἱερό-δουλος, ὁ, ἡ, Sklaven u. Sklavinnen, die, zum Tempeldienste bestimmt, als den Göttern gehörig betrachtet werden; bes. in den Tempeln der Aphrodite in Korinth u. sonst; γυναῖκες Strab. VI, 272; Philo. Vgl. Hirt über die Hierodulen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόδουλος — κακόδουλος, ὁ (Α) 1. αυτός που συμπεριφερόταν άσχημα στους δούλους του 2. ο κακός δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δουλος (< δοῦλος), πρβλ. ιερό δουλος, παλαιό δουλος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόδουλος — μικρόδουλος, ὁ (Α) ασήμαντος, ταπεινός, ευτελής δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + δοῦλος (πρβλ. ιερό δουλος] …   Dictionary of Greek

  • ιερόδουλος — η (Α ἱερόδουλος, ὁ, ἡ) νεοελλ. πόρνη αρχ. 1. δούλος που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού («νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.) 2. (το θηλ. πληθ.) αἱ ἱερόδουλοι γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό τής Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

  • σκευοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα ιερά σκεύη ενός ναού. Σ. λέγεται επίσης και το κιβώτιο στο ιερό του ναού, όπου βρίσκονται τα ιερά σκεύη. Ο όρος προέρχεται ίσως από την αρχαία λέξη σκευοφόρος, που σήμαινε συνήθως τη «σκευοφόρο άμαξα», με την οποία …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Βούλις — I (αρχές 5ου αι.). Σπαρτιάτης ευγενής. Γιος του Νικόλεω, ο Β. προσφέρθηκε, μαζί με τον επίσης ευγενή Σπερθία, να θυσιαστεί για την πατρίδα του. Όταν ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος έστειλε τους πρέ σβεις του να ζητήσουν γην και ύδωρ (υποταγή) από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κομοτηνής — Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Κομοτηνής σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη τη δεκαετία του 1970. Περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Θράκη, που καλύπτουν την περίοδο από τα νεολιθικά ως τα βυζαντινά χρόνια. Η οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”