- ἰερότης
ἰερότης, ἡ, Heiligkeit, als Titel, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰερότης, ἡ, Heiligkeit, als Titel, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερότητα — και ιερότη, ἡ (Μ ἱερότης) [ιερός] η ιδιότητα τού ιερού, αγιότητα, αγιοσύνη, οσιότητα νεοελλ. το να είναι κάτι ιερό, σεπτό και απαραβίαστο (α. «η ιερότητα τού όρκου» β. «η ιερότητα τής μητρικής στοργής») μσν. προσωνυμία ή προσφώνηση προς… … Dictionary of Greek